- τραγοπόδαρος
- η , ο , τραγοπούς (-οδός), ους , ουν козлоногий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τραγοπόδαρος, -η, -ο — τραγοπόδαρος, η, ο, 1 . αυτός που έχει πόδια τράγου: Οι Σάτυροι ήταν τραγοπόδαροι. 2. ο γρουσούζης: Όχι ποδαρικό από τραγοπόδαρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραγοπόδαρος — η, ο, Ν αυτός που έχει πόδια τράγου, τραγόπους νεοελλ. 1. μυθ. ο θεός Παν 2. (λαογρ.) ο σατανάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + πόδαρος (< ποδάρι), πρβλ. ξυλο πόδαρος] … Dictionary of Greek
κατσικοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει πόδια κατσίκας, τραγοπόδαρος 2. (σκωπτικός χαρακτηρισμός ανθρώπων) αυτός που έχει πολύ ισχνές κνήμες 3. το αρσ. ως ουσ. ο κατσικοπόδαρος α) ο καλικάντζαρος β) ο διάβολος 4. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κατσικοπόδαρος, η… … Dictionary of Greek
τραγοβάμων — ον, Α αυτός που έχει πόδια τράγου,τραγοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] … Dictionary of Greek
τραγοπόδης — ο, Ν τραγοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + πόδης (< πόδι), πρβλ. λαγο πόδης] … Dictionary of Greek
τραγόπους — ουν, ΝΑ (λόγιος τ.) τραγοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεοντό πους] … Dictionary of Greek
Αιγίπαν — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Δία και της Αίγης, συζύγου του Πάνα, που ήταν τραγοπόδαρος, όπως ο Παν. Μαζί με τον Ερμή, ο Α. είχε κλέψει και ξαναδώσει στον Δία τα νεύρα των χεριών και των ποδιών του, που του τα είχε αφαιρέσει και κρύψει στο… … Dictionary of Greek
Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… … Dictionary of Greek